-
1 κάθαρμα
A that which is thrown away in cleansing: in pl., offscourings, refuse of a sacrifice, A.Ch.98; residuum of ore after smelting, slag, Str.3.28: sg.,=κάθαρσις 11
, Hp.Epid. 5.2.2 = φαρμακός, Sch.Ar.Pl. 454, Sch.Id.Eq. 1133: hence metaph., of persons, outcast, Ar.Pl. 454;αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγούς Eup.117.8
;τοὺς μὲν καθάρματα, τοὺς δὲ πτωχούς, τοὺς δ' οὐδ' ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων εἶναι D.21.185
, cf. 199, 18.128, Aeschin.3.211, etc.II in pl.,= κάθαρσις, purification, E.IT 1316; ποντίων καθαρμάτων.. ἀμοιβάς in return for clearing the sea (of pirates), Id.HF 225.III ἐντὸς τοῦ καθάρματος within the purified ground where the assembly was held, Ar.Ach.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθαρμα
См. также в других словарях:
κάθαρμα — το (AM κάθαρμα) 1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία 2. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος αρχ. 1. στον πληθ. τὰ καθάρματα τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων τής θυσίας … Dictionary of Greek